- ἔναμμα
- ἔναμμα, ατος, τό, ([etym.] ἐνάπτω)A thing bound or tied on, thong,
ἔ. ἀγκύλης Plu.Phil.6
.2 garment, covering, ἔ. νεβρίδος a deerskin cloak, D.S.1.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔ. ἀγκύλης Plu.Phil.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έναμμα — ἔναμμα, το (Α) 1. αυτό με το οποίο προσδένουμε κάτι, δεσμός, ιμάντας («τό... ἔναμμα τῆς ἀγκύλης», Πλούτ.) 2. ένδυμα, ιμάτιο, ρούχο, σκέπασμα … Dictionary of Greek
ἔναμμα — thing bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναμμ' — ἔναμμα , ἔναμμα thing bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)